- καταδιαιτώ
- καταδιαιτῶ, -άω (Α) [καταδίαιτα]1. εκφέρω κρίση ως διαιτητής, αποφασίζω εναντίον κάποιου, καταδικάζω2. μέσ. καταδιαιτῶμαι, -άομαιγίνομαι αιτία να ληφθεί διαιτητική απόφαση εναντίον κάποιου3. φρ. «ἐρήμην καταδιαιτᾱν» — καταδικάζω ερήμην.
Dictionary of Greek. 2013.